Κυψελίδες

Κυψελίδες
Οι απόγονοι του Κύψελου, τυράννου της αρχαίας Κορίνθου. Χωρίζονταν σε δύο κλάδους: στον κορινθιακό, στον οποίο ανήκε ο πρωτότοκος γιος του Κύψελου, Περίανδρος, και ο γιος του τελευταίου Κύψελος ο Λυκόφρων· και στον αμβρακικό, στον οποίο ανήκε ο μικρότερος γιος του Κύψελου, Γορδίας, και ο γιος του τελευταίου Ψαμμήτιχος ή Κύψελος. Κ. ονομάζονταν και οι απόγονοι του Κύψελου από την Αθήνα –που ήταν απόγονος του Αιακίδη Φιλαίου–, δηλαδή ο γιος του, Μιλτιάδης, και ο αδελφός του Μιλτιάδη από την ίδια μητέρα Κίμων. Επίσης έτσι ονομάζονταν ο Μιλτιάδης, ο νικητής του Μαραθώνα, και ο γιος του Κίμων. Βλ. λ. Κύψελος. Όνομα δύο ηγεμόνων της Κορίνθου (1.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κυψελίδες — κυψελίς wax in the ears fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • κυψελιδικός — ή, ό [κυψελίς] 1. ανατ. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στις κυψελίδες («κυψελιδικά νεύρα») β) αυτός που παράγεται στις πνευμονικές κυψελίδες (α. «κυψελιδικός ήχος τής αναπνοής») 2. φρ. φυσιολ. «κυψελιδικός αέρας» ο αέρας που περιέχεται στις… …   Dictionary of Greek

  • ατελεκτασία — Ιατρικός όρος που δηλώνει τη μείωση ή εξαφάνιση του αέρα από τις πνευμονικές κυψελίδες. Τις περισσότερες φορές οφείλεται σε απόφραξη ενός βρόγχου, με ταχεία απορρόφηση του αέρα από τις κυψελίδες, που έχει ως αποτέλεσμα τη σύμπτυξη του πνευμονικού …   Dictionary of Greek

  • κυψελωτός — ή, ό [κυψέλη] 1. αυτός που καλύπτεται από κυψελίδες, από μικρές κοιλότητες 2. ιατρ. αυτός που εμφανίζει μικρά εκκολπώματα 3. φρ. ιατρ. «κυψελωτοί πόροι» τελικές διακλαδώσεις τών ενδολόβιων βρόγχων, οι οποίες εμφανίζουν στο τοίχωμά τους… …   Dictionary of Greek

  • Κόρινθος — Πόλη (υψόμ. 10 μ., 29.787 κάτ.) και πρωτεύουσα του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στον μυχό του Κορινθιακού κόλπου, στην εθνική οδό Αθηνών Πατρών, σε απόσταση 84 χλμ. από την Αθήνα. Αποτελεί έδρα του δήμου Κορινθίων. Ιδρύθηκε το 1858, όταν… …   Dictionary of Greek

  • πνεύμονες — Το όργανο στο οποίο εκτελείται η ανταλλαγή αερίων μεταξύ ατμοσφαιρικού αέρα και αίματος. Στον άνθρωπο υπάρχουν δύο π., δεξιός και αριστερός, και καταλαμβάνουν το μεγαλύτερο μέρος τη θωρακικής κοιλότητας. Ο κάθε ένας έχει χονδρικά σχήμα πυραμίδας… …   Dictionary of Greek

  • MANUCODIATA — apodum genus, quas melius cum Aristotele, Hist. Anim. l. 1. c. 1. κακόποδες, pravi pedes, dicas. Habent enim pedes, sed non idoneos ad gressum, imo, nec ut iis consistant, sed ut haereant: quomodo Plinius capiendus, nec negat, habere pedum usum.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • ανεπάρκεια — Η κατάσταση στην οποία βρίσκεται όργανο ή ιστός του σώματος που δεν είναι σε θέση να επιτελέσει αποτελεσματικά τη λειτουργία του. Η α. οφείλεται βασικά σε οργανική βλάβη, αλλά είναι δυνατόν να παρουσιαστεί χωρίς την εμφανή πρόκληση οργανικής… …   Dictionary of Greek

  • αντιστροφή — Η στροφή προς το αντίθετο μέρος ή κατά την αντίθετη φορά. (Γεωμ.) α) Στο (ευκλείδειο) επίπεδο. Έστω ένα επίπεδο E, ένας κύκλος του Κ με κέντρο έστω Ο, και ακτίνα μήκους έστω ρ (>0). Έστω ένα σημείο Ρ(≠Ο) του E· τότε η σχέση: OP·OP’ = ρ2 ορίζει …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”